- κρέοντι
- κρέωνrulermasc dat sgκρείωνrulermasc dat sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρέοντι — Κρέων ruler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέοντ' — κρέοντα , κρέων ruler masc acc sg κρέοντι , κρέων ruler masc dat sg κρέοντε , κρέων ruler masc nom/voc/acc dual κρέοντα , κρείων ruler masc acc sg (doric) κρέοντι , κρείων ruler masc dat sg (doric) κρέοντε , κρείων ruler masc nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… … Dictionary of Greek
Κρέοντ' — Κρέοντα , Κρέων ruler masc acc sg Κρέοντι , Κρέων ruler masc dat sg Κρέοντε , Κρέων ruler masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)